- κοχλιάζων
- κοχλιάζων, -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. *κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση τού ἄξων].
Dictionary of Greek. 2013.